ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΑΡΘΡΟ 2Α ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Της Λίλας Κοζυράκη, Ιδρυτικού μέλους της Ευνομίας

Ως είθισται την τελευταία δεκαετία, καταναλωτές και θεσμικοί φορείς αιφνιδιαζόμαστε από αμφιβόλου συνταγματικότητας αλλά προφανούς σκοπιμότητας, τροπολογίες που παρεισφρύουν στην παγιωμένη έννομη τάξη κυριολεκτικά από το παράθυρο, σε άσχετα με το κυρίως ρυθμιζόμενο θέμα νομοσχέδια, όπως συμβαίνει με την κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 74 παρ. 5 εδ. β’, πρόσφατη διάταξη περί αναπροσαρμογής ασφαλίστρων υγείας στο νομοσχέδιο για τη “Ρύθμιση Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας” του ΥΠΟΙΚ. Συγκεκριμένα η εν λόγω  προσθήκη προβλέπει τα ακόλουθα:

Στον ν. 2251/1994 (Α’191) προστίθεται άρθρο 2Α ως εξής: “Αρθρο 2Α Αναπροσαρμογή Ασφαλίστρων”

  1. Συμβατικές ρήτρες αναπροσαρμογής ασφαλίστρων σε μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας μπορούν να εξαρτούν την αναπροσαρμογή από αντικειμενικούς παράγοντες, που στηρίζονται στην αρχή της καταλληλότητας, ήτοι σε πραγματικά και επίκαιρα δεδομένα της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως η ηλικία του ασφαλισμένου και δείκτες, που είναι σαφείς, αντικειμενικοί, ευρέως προσβάσιμοι και επαληθεύσιμοι από τα συμβαλλόμενα μέρη, οι οποίοι διαμορφώνουν την τελική τιμή του ασφαλίστρου ανά έτος αναφοράς. Η συμμόρφωση των προαναφερομένων ρητρών με την αρχή της διαφάνειας και ιδίως με τις παρ. 1, 6 και 7 περ. ε) και ια) του άρθρου 2, πληρούται με μόνο τον προσδιορισμό των παραγόντων και δεικτών, από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων, στη σύμβαση ασφάλισης. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης κι Επενδύσεων μπορεί να καθορίζονται οι κρίσιμοι δείκτες ή παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρμογή.
  2. Σε περίπτωση που η αναπροσαρμογή ευρίσκεται εκτός των ορίων των παραγόντων και δεικτών της παρ. 1, οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να ενημερώνουν τους λήπτες της ασφάλισης για το ύψος της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, παρέχοντας διευκρινίσεις για την απόκλιση από τα όρια των παραγόντων και δεικτών της παρ. 1. Η ενημέρωση γίνεται από την ασφαλιστική εταιρεία εντός προθεσμίας εξήντα (60) τουλάχιστον ημερολογιακών ημερών πριν από κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή.
  3. Αν η συμβατική ρήτρα για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων είναι ασαφής ή ελλιπής ή αν έχει προβλεφθεί κατά τρόπο που δεν πληροί τις αρχές της διαφάνειας και της καταλληλότητας κατά την παρ. 1, χωρεί εκ του νόμου αναπροσαρμογή σύμφωνα με τους παράγοντες και δείκτες της παρ. 1, μόνο εάν ο λήπτης της ασφάλισης ενημερωθεί για κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή και τον τρόπο με τον οποίο αυτή υπολογίζεται εντός προθεσμίας εξήντα (60) τουλάχιστον ημερολογιακών ημερών πριν τη θέση σε ισχύ της επερχόμενης αναπροσαρμογής. Στην περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης δεν συμφωνεί με την αναπροσαρμογή, μπορεί να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη γνωστοποίηση της αναπροσαρμογής. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται με τη λήξη της περιόδου υπολογισμού του τρέχοντος ασφαλίστρου.
  4. Οι παρ. 2 και 3 ισχύουν και για μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας που έχουν καταρτισθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.
  5. Οι πάσης φύσεως ενημερώσεις και απευθυντέες δηλώσεις από την ασφαλιστική εταιρεία προς τον λήπτη της ασφάλισης μπορεί να γίνονται με αποστολή συστημένης επιστολής στην πιο πρόσφατη διεύθυνση  που έχει δηλώσει ο λήπτης της ασφάλισης ή στην πιο πρόσφατη δηλωθείσα διεύθυνση του αντικλήτου του. Στην περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης έχει ζητήσει εγγράφως με κάθε μέσο να λαμβάνει τις πάσης φύσεως ενημερώσεις ή απευθυντέες δηλώσεις με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) η σχετική επικοινωνία λαμβάνει χώρα στην τελευταία ηλεκτρονική διεύθυνση την οποία έχει δηλώσει ο λήπτης της ασφάλισης στην ασφαλιστική εταιρεία. Η παράδοση της συστημένης επιστολής κατά το πρώτο εδάφιο και η αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου  (email) κατά το δεύτερο εδάφιο αντίστοιχα, αποτελούν τεκμήριο ότι οι πάσης φύσεως ενημερώσεις ή απευθυντέες δηλώσεις περιήλθαν στον λήπτη της ασφάλισης και ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση αυτών.

Το ζήτημα της μονομερούς αύξησης των ασφαλίστρων στα ασφαλιστήρια ζωής

Στην ασφαλιστική σύμβαση, όπως και σε κάθε άλλη αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία, τα συμβαλλόμενα μέρη και εν προκειμένω αφενός ο ασφαλιστής κι αφετέρου ο λήπτης της ασφάλισης, αναλαμβάνουν ορισμένες κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις. Κύρια υποχρέωση του ασφαλιστή είναι η καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στον δικαιούχο της, όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ενώ κύρια υποχρέωση του ασφαλισμένου είναι η καταβολή των καθορισμένων στη σύμβαση ασφαλίστρων εντός των χρονικών διαστημάτων πληρωμής τους. Το άρθρο 6 του ν. 2496/1997 όριζε καταρχήν τον τρόπο, τις συνέπειες καταβολής, τις κυρώσεις για την μη καταβολή του ασφαλίστρου, χωρίς όμως να μεριμνά για τη δυνατότητα αύξησης ή επαναπροσδιορισμού του ασφαλίστρου από τον ασφαλιστή.  Το ασφάλιστρο ως κύρια υποχρέωση του ασφαλισμένου (ήτοι λήπτη της ασφάλισης) αποτελεί βασικό στοιχείο της έννομης ασφαλιστικής σχέσης. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να είναι επακριβώς καθορισμένο ήδη κατά το στάδιο της  κατάρτισης της σύμβασης, χωρίς ωστόσο να αποκλειστεί το δικαίωμα του ασφαλιστή, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της άνω διάταξης, να επιφυλάξει για τον εαυτό του την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου στο μέλλον.

Το νομοθετικό αυτό κενό ήρθε να καλύψει η τροποποίηση του άρθρου 13 του Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α’152) με τίτλο “Τροποποίηση και Συμπλήρωση του Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών (ΦΕΚ Α’191), που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου & του Συμβουλίου (EEL 149) και που ορίζει ότι: Παράνομοι ως καταχρηστικοί είναι ιδίως οι ΓΟΣ σύμβασης που “επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και  σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση” – άρθρο 2 παρ. 7 περ. ε) του Ν. 2251/94- και που “χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά, καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή” -άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια) του Ν. 2251/94-. Εν προκειμένω δηλαδή η ελληνική έννομη τάξη εναρμονίστηκε με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και εισήγαγε ως γενική ρήτρα στον νόμο για την προστασία των καταναλωτών την κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικότητα/ακυρότητα των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της συναλλακτικής ισορροπίας μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του ασθενεστέρου συμβαλλόμενου/καταναλωτή.

Τούτων δοθέντων, τα Πολιτικά Δικαστήρια και των τριών δικαιοδοτικών βαθμίδων προσάρμοσαν τη νομολογία τους στις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου για την προστασία των καταναλωτών εκδίδοντας σωρεία θετικών για τους καταναλωτές αποφάσεων και ιδίως μετά την ΑΠ 1030/2001 (ΝοΒ 2002, 349) η Εκτελεστική εξουσία αναγκάστηκε να θεσμοθετήσει δια της ΥΑ Ζ1-74/4-2-2011, την απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης των ΓΟΣ που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί συλλογικών αγωγών Ενώσεων Καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν ασφαλιστικές εταιρείες με τους καταναλωτές, ως ακολούθως: α. Όρος σε συμβάσεις ασφάλισης νοσοκομειακής περίθαλψης που επιτρέπει στην ασφαλιστική εταιρεία να προβαίνει, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ασφάλισης ή σε οιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσης της ασφαλιστικής κάλυψης, σε αύξηση των ασφαλίστρων, χωρίς να καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων, ορισμένα κι εύλογα για τον καταναλωτή βάσει των οποίων θα γίνεται η αύξηση αυτή.

Κατά συνέπεια, ο ασφαλιστής μπορεί να επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στο μέλλον, αλλά το δικαίωμα αυτό πρέπει να είναι σύννομο. Προς τούτο απαιτείται να προσδιορίζονται στην αρχική ασφαλιστική σύμβαση τα κριτήρια βάσει των οποίων θα γίνεται η μελλοντική αναπροσαρμογή, ώστε ο ασφαλισμένος να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης ενδέχεται να αντιμετωπίσει αύξηση ασφαλίστρων. Αυτή όμως, όταν λάβει χώρα, θα γίνει με βάση τα εκ των προτέρων γνωστά στον ίδιον κριτήρια, που τον οδήγησαν στην κατάρτιση της συγκεκριμένης σύμβασης.

Συμπερασματικά, στην κατά παρέκκλιση των ανωτέρω ισχυόντων, διάφορη ρύθμιση  που επιχειρεί να θεσμοθετήσει η εξεταζόμενη αντισυνταγματική διάταξη, θα έχουμε ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα –και δη κατά την αρχή της Τριτενέργειας των ατομικών δικαιωμάτων του άρθρου 25 Σ- ΚΑΜΨΗ των αρχών της αναλογικότητας, του δικαιοπρακτικού θεμελίου και της διαφάνειας των συναλλαγών, διαμέσου της καινοφανούς “αρχής της καταλληλότητας”, άγνωστης μέχρι σήμερα στη νομική επιστήμη, θεωρία και νομολογία, το περιεχόμενο της οποίας θα καθορίζει κατά το δοκούν ο Υπουργός Ανάπτυξης κι Επενδύσεων.